- διῃρημένου
- διαιρέωtake apartperf part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διηρημένου — διά ἀράω 2 plough perf part mp masc/neut gen sg (ionic) διά ἀρέομαι perf part mp masc/neut gen sg (attic epic doric ionic aeolic) διά ἐράομαι love perf part mp masc/neut gen sg (attic ionic) διά ἐρέομαι ask perf part mp masc/neut gen sg διά ἐρέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτάτροπος — ὀκτάτροπος, ἡ (Α) οι πρώτοι οκτώ τρόποι τού διηρημένου σε δώδεκα τμήματα κύκλου, γύρω από τον οποίο υπήρχε η αντίληψη ότι στρέφονταν ο ζωδιακός κύκλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οχτώ) + τρόπος (πρβλ. δωδεκά τροπος)] … Dictionary of Greek